αγωνοθέτης — Εκείνος που έκρινε, μαζί με άλλους α., τις διαφορές στους αγώνες στην αρχαία Ελλάδα και έδινε τα έπαθλα. Στους ομηρικούς χρόνους, αλλά και στους κατοπινούς, α. ήταν εκείνος που οργάνωνε έναν αγώνα. Στους μεγάλους όμως αγώνες, όπως τα Ίσθμια, τα… … Dictionary of Greek
αγωνοθέτης — ο αυτός που ορίζει αθλητικό αγώνα και προσφέρει το έπαθλο: Αγωνοθέτης του κυπέλλου στους φετινούς φοιτητικούς αγώνες ήταν το πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγωνοθέται — ἀγωνοθέτης judge of the contests masc nom/voc pl ἀγωνοθέτᾱͅ , ἀγωνοθέτης judge of the contests masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνοθετῶν — ἀγωνοθέτης judge of the contests masc gen pl ἀγωνοθετέω exhibit games pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνοθέταις — ἀγωνοθέτης judge of the contests masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνοθέτην — ἀγωνοθέτης judge of the contests masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνοθέτου — ἀγωνοθέτης judge of the contests masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνοθέτῃ — ἀγωνοθέτης judge of the contests masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγωνοθετώ — (Α ἀγωνοθετῶ έω) [ἀγωνοθέτης] είμαι αγωνοθέτης, θεσπίζω και διευθύνω αγώνες αρχ. εξεγείρω, προκαλώ διαμάχες, φασαρίες, διεγείρω … Dictionary of Greek
ἀγωνοθέτας — ἀγωνοθέτᾱς , ἀγωνοθέτης judge of the contests masc acc pl ἀγωνοθέτᾱς , ἀγωνοθέτης judge of the contests masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)